- -πλάσιος
- ΝΜΑκατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β' συνθετικό *-πλατος + κατάλ. -ιος με συριστικοποίηση τού -τ- (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. *-πλατος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel«πτυχώνω, διπλώνω, ζαρώνω» παρεκτεταμένη με -t- (πρβλ. αρχ. νορβ. falda, γοτθ. ain-Falps «απλός»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα πλέκω, διπλούς κ.ά. (βλ. και διπλάσιος, -πλός).Παραδείγματα λ. σε -πλάσιος: δεκαπλάσιος, διακοσιαπλάσιος, διπλάσιος, δωδεκαπλάσιος, εικοσαπλάσιος, εκατονταπλάσιος, ενενηκονταπλάσιος, εννεαπλάσιος, εξαπλάσιος, επταπλάσιος, οκταπλάσιος, πενταπλάσιος, πολλαπλάσιος, τετραπλάσιος, τριπλάσιος, υποπολλαπλάσιος, χιλιοπλάσιοςαρχ.απολλαπλάσιος, μυριονταπλάσιος, μυριοπλάσιος, οσαπλάσιος, πολυπλάσιος, ποσαπλάσιος, τοσαυταπλάσιος, τοσουτοπλάσιος, υπερδεκαπλάσιος, υποδιπλάσιος, υποτετραπλάσιος, υποτριπλάσιοςνεοελλ.απειροπλάσιος, απειροπολλαπλάσιος.
Dictionary of Greek. 2013.